- νεοσφάδᾳστος
- νεο-σφάδᾳστος [pron. full] [σφᾰ], ον,A newly struggling, Id.Fr.349.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσφάδαστος — νεοσφάδᾳστος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (ιδίως στην πάλη) αυτός που αγωνίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σφαδάζω] … Dictionary of Greek
νεοσφάδᾳστον — νεοσφάδᾳστος newly struggling masc/fem acc sg νεοσφάδᾳστος newly struggling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσφαδᾴστων — νεοσφάδᾳστος newly struggling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek